Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Ένας τεράστιος, μικρός κόσμος





Ένα τεράστιο ξύλινο κρεββάτι θυμάμαι. Ένα τεράστιο ξύλινο κρεββάτι βαμμένο λευκό τόσο ψηλό που για να ανέβω έπρεπε να σκαρφαλώσω σε ένα σκαμνάκι. Ένα σκαμνάκι ξύλινο στα πόδια του κρεβατιού για να μπορώ να σκαρφαλώνω μόνη μου χωρίς βοήθεια.

Ένα τεράστιο ξύλινο κρεββάτι όλο το δωμάτιο. Ανέβαινα πάνω και το ταξίδι άρχιζε. Πώς τα κατάφερνε άραγε αυτό το τεράστιο κρεββάτι να μεταμορφώνεται κάτω από τα παιδικά μου μάτια των 3 ή 4 χρόνων μία σε σύννεφο, μια σε καράβι με πανιά, μία σε τεράστιο κήπο μαγικό και μια σε κάστρο παραμυθένιο;
Ένα τεράστιο κρεββάτι όλο το δωμάτιο κι εγώ να ταξιδεύω σε εκείνους τους τόπους παραμυθιού που ένα παιδικό μυαλό μονάχα θα κατόρθωνε να δημιουργήσει. Ακόμα έχω αυτή την αίσθηση του ταξιδιού εκείνου!!!
Συχνά η γιαγιά διέκοπτε το ταξίδι για να μου πει να πάω στον παππού στο μπακάλικο να τον βοηθήσω και να του κάνω παρέα. Δυο παιδικά ποδαράκια κατέβαιναν προσεκτικά προς το σκαμνάκι. Προσεκτικά μη χτυπήσουν πουθενά. Ακόμα ήταν φρέσκο το προηγούμενο χτύπημα στα γόνατα. Ακόμα πονούσε.
Τα παιδικά ποδαράκια στο πάτωμα. Τι τεράστιο και το πάτωμα!! Τι τεράστιο και το δωμάτιο!! Πολλά τα βήματα ως τη βαμμένη με μπλε πλαστικό δίφυλλη πόρτα μ΄ εκείνα τα μακρόστενα παραθυράκια που δεν άνοιγαν άλλα έκρυβαν μέσα τους κάτι περίεργα σχέδια σα γράμματα. Ή μήπως σα λουλούδια. Ναι, τα ήξερα τα γράμματα, τα ήξερα και τα λουλούδια. Από τότε τα λάτρευα και τα δυο.
Τα παιδικά ποδαράκια περνούσαν τη δίφυλλη πόρτα, κατέβαιναν προσεκτικά το σκαλοπάτι της εξώπορτας, την αυλή με τη γούρνα που κοιτούσε την πόρτα της εκκλησίας. Τα παιδικά χεράκια άνοιγαν τη σιδερένια μπλε αυλόπορτα που τέλειωνε δυο κεφάλια πάνω από το παιδικό κεφαλάκι. Δύσκολα άνοιγε. Πάντα κολλούσε και τα παιδικά χεράκια τραβούσαν πάντα με μανία.
Το σκαλοπάτι έξω από την αυλή τεράστιο. Παιδικά χεράκια στον τοίχο του διπλανού σπιτιού εκείνου του τοίχου που έκρυβε την αρχή μιας τεράστιας σκάλας ( προς τα που άραγε σκεφτόμουν κάθε φόρα που περνούσα ). Η εκκλησία απέναντι, σωματάκι που στρίβει αριστερά και ποδαράκια που τρέχουν. Βηματάκια μεγάλα μήπως και τα καταφέρω να φτάσω πιο γρήγορα. Ο παππούς ήθελε παρέα. Θα βοηθούσα και στο μπακάλικο....Κι αυτή η διαδρομή πόσο μεγάλη.....!!
Πόση ώρα άραγε να φτάσω. Μετρούσα από μέσα μου. Η μαμά έλεγε πως την ώρα τη μετράς. Μετρούσα, μετρούσα κι έφτανα. Πόσο είχα μετρήσει. Τι ήταν ο χρόνος οι αριθμοί που μέτρησα; Πού πήγε; Αν αρχίσω να μετράω προς τα πίσω θα έρθει ξανά ο χρόνος πίσω;
Όταν τελικά έφτανα ένα τεράστιο χαμόγελο με υποδεχόταν πίσω από το τεράστιο ξύλινο τραπέζι στο μπακάλικο. Κι εγώ μέσα γρήγορα στην αγκαλιά του παππού να μου δείξει πως θα δίνω ρέστα κάθε φορά που ερχόταν κάποιος. Τι χαρά αφάνταστη σ’ αυτή την αγκαλιά.....

Παππού μου  ξέρω πως με βλέπεις από κάπου.
ΑΚΟΥ ΜΕ Σ' ΑΓΑΠΑΩ!!!!!!!!!!!!!!!!

Δέσποινα Αυγουστινάκη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου