Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Ο γλάρος με τα δανεικά φτερά



Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα γλαροχωριό ζούσε ένας γλάρος αλλιώτικος από τους άλλους. Από μικρός ένα ήταν το όνειρό του. Να γίνει ένας γλάρος Ιωνάθαν.
Ένας γλάρος που πάνω απ’ όλα αγαπούσε να πετάει. Ένας γλάρος που πάνω απ’ όλα ήθελε να ξέρει τι μπορούσε και τι δεν μπορούσε να καταφέρει στον αέρα. Που πάνω απ’ όλα ήθελε να ξεπεράσει το γλαροεαυτό του. Ένας γλάρος που πάνω απ’ όλα ήθελε να πετάξει πέρα από τις γλαροκοινωνικές συμβάσεις και γλαροεπιταγές.
Σε μια από τις χιλιάδες πτήσεις του κόντρα στο γλαροκατεστημένο ήταν τότε που συνέβη το μοιραίο. Αυτός που έλεγαν όλοι πως ξεχώριζε από τους άλλους γλάρους, εκείνος που είχε πρότυπο το γλάρο Ιωνάθαν, έχασε τα φτερά του. Τα πλήγωσε ανεπανόρθωτα σε μια του πτήση.Ήταν τότε ακριβώς που ο γλάρος μας αποφάσισε να συνεχίσει το πέταγμα με δανεικά φτερά.
Ένα πέταγμα με δανεικά φτερά, έλεγε, δεν μπορεί παρά να είναι μια πρόκληση. Του άρεσαν οι προκλήσεις του γλάρου. Κάθισε λοιπόν σε ένα βράχο ψηλά για να έχει θέα απρόσκοπτη στη γλαροκοινωνία Γλάροι και γλαρίνες πετούσαν μπροστά του, προσγειώνονταν, ξαναπετούσαν, έκαναν βουτιές κι αυτός μόνιμος παρατηρητής στο βράχο πρόσεχε να καλύπτει προσεκτικά τα πληγωμένα του φτερά. Κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει πως ήταν πληγωμένα.
Πού και πού τον πλησίαζαν γλάροι και γλαρίνες, τον κοιτούσαν για λίγο κι ύστερα πετούσαν μακριά. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί καθόταν απλός παρατηρητής στο βράχο. Τα πληγωμένα του φτερά δεν τον εμπόδιζαν να κάνει αυτό που έκαναν όλοι οι γλάροι. Να πετάει, να βουτάει και να πιάνει την τροφή του. Η επιβίωση του ήταν σίγουρα εξασφαλισμένη.
Έλα όμως που η καρδιά του γλάρου γι’ άλλα χτυπούσε δυνατά, γι’ άλλα πετάριζε. Άλλα τα όνειρα του γλάρου που ήθελε να μοιάσει στο γλάρο Ιωνάθαν. Κι όμως συνέχισε το πέταγμα μονάχα για επιβίωση. Σ’ ένα από τα πετάγματά του έπεσε πάνω σε μία όμορφη γλαρίνα. Τράκαραν κυριολεκτικά. Μετωπική είπε η αστυνομία. Μάλλον του ήρθε κατακούτελα του γλάρου μας. Κατακούτελα ο Έρωτας. Ήταν γλαρίνα που της άρεσε η ταχύτητα. Της άρεσε να πετάει γρήγορα. Της άρεσε πάνω απ’ όλα το πέταγμα.
Τώρα πως έγινε κι αργότερα όταν ήρθε το γλαροπαιδάκι τους η γλαρίνα μας σταμάτησε να πετάει μόνο για να πετά δεν είναι να ρωτάτε. Αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες των οικογενειών. Θέμα επιβίωσης, είπε. Έπρεπε να μεγαλώσει το γλαροπούλι της.
Κι ο γλάρος μας που μαζί με τη γλαρίνα του είχε γευτεί ξανά την ταχύτητα και την πτήση για την πτήση δανειζόμενος τα φτερά της, δεν μπορούσε πια να σταματήσει. Η γεύση αυτή ήταν πολύ ισχυρή. Ήθελε να την ξαναζήσει.
Κάθισε λοιπόν πάνω στο βράχο του ξανά παρατηρητής της γλαροκοινωνίας. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε τι παρατηρούσε. Ούτε ο ίδιος ήξερε τι έψαχνε. Δεν έψαχνε, έλεγε, μόνο παρατηρούσε. Κοιτούσε τους άλλους γλάρους πως πετούσαν, πως έπιαναν τα ψάρια, πως λιάζονταν στον ήλιο, πως έπαιρναν τη στροφή για το γλαρόσπιτό τους.
Πολλές φορές πέταξε με τα φτερά που του δάνεισαν. Κανένα σετ φτερών δεν έμοιαζε να του ταιριάζει. Άλλα μεγάλα, άλλα μικρά, άλλα μακριά, άλλα κοντά. Το πέταγμα δεν ήτανε το ίδιο. Η γεύση της πτήσης λειψή. Το πρόβλημα δεν ήταν το μέγεθος των φτερών αλλά το γεγονός  πως τα φτερά ήταν πάντα δανεικά κι έπρεπε να επιστραφούν.
Δε βρέθηκε ποτέ γλάρος ή γλαρίνα να δώσει τα φτερά της. Να δώσει, όχι να τα δανείσει. Να δώσει οικειοθελώς, ξέροντας τις συνέπειες της πράξης αυτής.
Δε βρέθηκε; Ίσως και να βρέθηκε.  Ο γλάρος το γνωρίζει μόνο. Κι αν βρέθηκε ο γλάρος τι έκανε; Δέχτηκε τα φτερά ή ίσως όχι;


Δεν ξέρω, ειλικρινά . Το ομολογώ. Μονάχα ο γλάρος μας γνωρίζει. Δεν μπορούμε, αλήθεια, να τα ξέρουμε όλα πάντα.



© Δέσποινα Αυγουστινάκη