Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ






Το καλοκαίρι ήταν γι’ αυτόν ενδιάμεση εποχή. Ενδιάμεση , θα μου πείτε τώρα, τι εννοείς; Πώς γίνεται το καλοκαίρι να ‘ναι ενδιάμεση εποχή; Κι όμως σαν ενδιάμεσο σταθμό ένιωθε από πάντα τα καλοκαίρια του. Μια εποχή ανάμεσα στις δυο αγαπημένες του, μια εποχή ενδιάμεσος σταθμός του Φθινοπώρου.
      Εκεί στο τέλος ετούτης της εποχής , στο τέλος του ενδιάμεσου σταθμού του, θα τον γνωρίσουμε κι εμείς, εκεί στο νησί της αυτοεξορίας του. Ένα νησί μ’ απάνεμο λιμάνι. Εκεί που διάλεξε για χρόνια να σταθεί και τον κήπο του να φτιάξει. Έναν κήπο όπως τον φανταζόταν από παιδί . Έναν κήπο που έμπαινε με το έτσι θέλω στη θάλασσα.
      Τον φρόντιζε από μικρός τον κήπο του. Όμορφος που ΄ταν!! Μα όχι όπως ίσως τον φαντάζεστε. Όχι , όχι δεν ήτανε καθόλου τέτοιος κήπος!! Σίγουρα θα φαντάζεστε παρτέρια με λουλούδια σ’ όλα τα χρώματα. Κάθε λουλούδι στο παρτέρι του και κάθε δέντρο στη θέση που φυτεύτηκε σε χώμα δίχως αγριόχορτα. Μ’ ασπροβαμμένες πέτρες δεξιά κι αριστερά να ορίζουν μονοπάτια και να οδηγούν μ’ ακρίβεια παντού. ΟΧΙ ! ΟΧΙ!
      Ο κήπος του δεν ήταν κάτι τέτοιο. Ήταν απλά ένας κήπος που με το έτσι θέλω έμπαινε στη θάλασσα. Χωρίς παρτέρια. Δίχως ασπροβαμμένες πέτρες να ορίζουν τα μονοπάτια του. Με χώμα που άφηνε να φυτρώνει ό, τι έπεφτε ή ό, τι έφερνε ο άνεμος κοντά του. Δεν έκανε διακρίσεις ο κήπος ο δικός του.
Γι’ αυτό και κάποιοι απ’ το νησί τον έλεγαν τρελό. Ο κήπος του τρελού. Ο κήπος που έμπαινε με το έτσι θέλω στη θάλασσα.
       Σαν έφτασε στο νησί , μετά το μακρινό ταξίδι της στις γειτονιές του κόσμου, σαν πάτησε το πόδι της στ’ απάνεμο λιμάνι του, πρώτη της σκέψη να βρει το δρόμο για τον κήπο του τρελού. Τον κήπο ετούτο έπρεπε να τον δει. Ψέματα !! Η λέξη δεν ήταν έπρεπε. Στα πρέπει δεν ταιριάζουνε τα θέλω. Στα θέλω της κι ο κήπος.
      Θα την άφηνε άραγε; Λίγοι είχε ακούσει πως περπάτησαν το χώμα του. Ψέματα !!Ψέματα και πάλι. Όχι λίγοι . Πολλοί . Μα λίγοι όσοι κατάφεραν να δούνε το σημείο που ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα. Έτσι άκουσε. Έτσι της είπαν. Μα αυτή ποτέ δε στάθηκε σ’ όσα της είπαν. Πάντα από μόνη της ήθελε να δει. Πάντα από μόνη της ν’ αγγίξει και ν’ ακούσει.
     Ο δρόμος για τον κήπο μακρύς θα ‘ταν της είπαν. Καλύτερα να τ’ άφηνε για αύριο . Κι αυτό της είπαν. Αλλά το αύριο για αυτήν ήτανε πάντα φτηνή δικαιολογία του ποτέ. Οπότε αυτή ξεκίνησε , όπως πάντα, σε πείσμα όλων. Θα ‘φτανε στον κήπο όποτε έφτανε. 

     Στο βάθος πέρα από τη θάλασσα, τα βουνά που πάντα ζωγράφιζε, να χύνονται στο πέλαγος. Βουνοκορφές στην αιώνια πάλη τους να κατακτήσουν τα ουράνια. Ένας ήλιος χρυσός να λούζει τη θάλασσα φτιάχνοντας το χρυσό του μονοπάτι στα νερά. Εκείνο το μονοπάτι με τις τρεμάμενες απολήξεις διάστικτο από περήφανα κατάρτια πρωινών καϊκιών . Η νέα μέρα ξεκινά λουσμένη φως κι αλμύρα.
       Ο ήλιος προχωρά στην ουράνια διαδρομή του μετρώντας το χρόνο σε κάθε μικρό του ανέβασμα, μα εκείνα τα βουνά που χύνονται στο πέλαγος μοιάζει ν’ αντιστέκονται πεισματάρικα στο χρόνο. Θα ‘ναι εκεί και αύριο στην ίδια θέση να περιμένουν τον ήλιο να τα λούσει. Να ζήσουν ακόμη μια φορά μια ανατολή καινούριας μέρας.
      Πόσες ανατολές να ‘χουν μετρήσει άραγε; Αυτό αναρωτώμενη και χαμένη όπως πάντα στις λέξεις , εκεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού , της φάνηκε πως αντίκρισε από μακριά ίχνη του κήπου.
      Το μονοπάτι ξαφνικά άλλαξε χρώμα. Οι πέτρες ίδιες κεχριμπάρι. Ακολουθώντας τους κτύπους της καρδιάς της που δυνάμωναν έφτασε σε μια παράξενη ,ξύλινη πινακίδα. Όχι παράξενα ξύλινη, από ξύλο εξωτικό ή σπάνιο , όχι περίτεχνα φτιαγμένη. Παράξενη την έκαναν οι λέξεις που ήταν πάνω της γραμμένες.
      Στην είσοδο ενός κήπου θα περίμενες μια πινακίδα που να ‘χει σχέση με τον κήπο. «Ο κήπος του τρελού» για παράδειγμα ή έστω «Ο κήπος που μπαίνει στη θάλασσα» ή τελοσπάντων κάτι που να ‘χει σχέση μ’ έναν κήπο.
«ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΛΕΞΕΙΣ»
     Παράταιρη πινακίδα. Θα μου πείτε τώρα θα ταίριαζε σε κήπο ενός τρελού. Σ’ αυτόν τον κήπο μοιάζει να ταιριάζουν όλες οι λέξεις.
    Την άγγιξε περνώντας τ’ ακροδάκτυλα αργά πάνω στα γράμματα , καθώς αργά , ψιθυριστά σχεδόν τα διάβαζε κι ο ήχος της φωνής της ακολουθούσε τη διαδρομή των δακτύλων.
ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΛΕΞΕΙΣ; Ο ήχος άφησε τ’ ακροδάκτυλα κι αυτονομήθηκε βάζοντας ερωτηματικό .
ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΛΕΞΕΙΣ; Ακούστηκε ξανά απ’ τα χείλη της . Απάντηση καμία δεν περίμενε.
Μα ήρθε απάντηση απ’ τις πυκνές τις φυλλωσιές μπροστά της.
«Το χώμα από μόνο του ποτέ δε βλάστησε. Ενώ μια λέξη μόνο μπορεί να κάνει την ψυχή σου να ανθίσει.»
      Σα μαγεμένη ακολούθησε τη φωνή που την καλούσε. Πέρασε τις πυκνές φυλλωσιές. Ένα μικρό μοναχικό μονοπάτι φάνηκε να ‘χει αναλάβει χρέη οδηγού. Έβγαλε τα παπούτσια της και με γυμνές πατούσες περπάτησε το χώμα του. Σα να ζητούσε το κορμί σ’ εγρήγορση όλες τις αισθήσεις. Αριστερά και δεξιά φυτά και δέντρα άγνωστα, πρωτοϊδωμένα. Καρποί και φύλλα ιδιαίτερα , αρώματα πρωτόγνωρα που γαργαλούσαν τα ρουθούνια.
      Ένα ιδιαίτερο κελάηδημα πουλιών με πορτοκαλί μυτούλα την οδήγησε . Ή μήπως ήταν η αρμύρα από τη θάλασσα ; Ή ίσως τ’ αεράκι την έσπρωξε ως εκεί; Ποιος ξέρει. Κι εξάλλου τι σημασία είχε; Ήταν εκεί . Κι αυτό μονάχα ήταν ικανό να σβήσει όλα τα πως και τα γιατί.
       Κι αυτός εκεί κάτω απ’ το δέντρο. Ένα θεόρατο δέντρο που χάριζε τη σκιά του μισή στο χώμα μισή στη θάλασσα. Είχε φτάσει. Εκεί που ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα. Την κάλεσε κοντά του και κάθισαν κατάχαμα ν’ αγναντεύουν το πέλαγος.
Είχε τόσα να τον ρωτήσει. Τόσα να μοιραστεί απ’ τα ταξίδια της. Μα η ηδονή της στιγμής μόνο σιωπή καλούσε . Κι έμειναν σιωπηλοί εκεί που ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα για ώρα. Ή μήπως ώρες , μήνες , χρόνια; Ποιος να το ξέρει.
       Εγώ σίγουρα όχι. Έφυγα ευθύς μαζεύοντας τις λέξεις που τώρα δα σας γράφω. Κάποτε σ’ ένα ταξίδι στην Ανατολή έμαθα πως αυτός γέρος πια κι αυτή γριά ακόμα φύτευαν τις λέξεις κι ο κήπος γέμισε τη θάλασσα…



    


    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου