Το κοριτσάκι με τα σπίρτα.
Έχετε ποτέ άραγε αισθανθεί σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα; Έχετε ποτέ αισθανθεί πως ανάβετε στιγμές;
Στιγμές από καιρούς αλλοτινούς, να ζεσταθείτε;
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Άναβε στιγμές για να ζεσταθεί.
Να ζεστάνει τι;Το κορμί ή την ψυχή; Το κορμί ζεσταίνεται εύκολα.Η ψυχή είναι που θέλει πολλά για να ζεσταθεί.Πολλά για τα μέτρα των άλλων.Εμένα γιατί μου φαίνονται τόσο λίγα;
Ανάβω στιγμές κι εγώ συχνά για να ζεσταθώ.Στιγμές μικρές συχνά για τους άλλους ασήμαντες.Για μένα τόσο σημαντικές.
Ένα βλέμμα ζεστό.Ένα χαμόγελο.Μια λέξη .Μια φράση.Μια ζεστή αγκαλιά.
Ανάβω στιγμές.
Έχετε ποτέ άραγε αισθανθεί σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα; Έχετε ποτέ αισθανθεί πως ανάβετε στιγμές;
Στιγμές από καιρούς αλλοτινούς, να ζεσταθείτε;
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Άναβε στιγμές για να ζεσταθεί.
Να ζεστάνει τι;Το κορμί ή την ψυχή; Το κορμί ζεσταίνεται εύκολα.Η ψυχή είναι που θέλει πολλά για να ζεσταθεί.Πολλά για τα μέτρα των άλλων.Εμένα γιατί μου φαίνονται τόσο λίγα;
Ανάβω στιγμές κι εγώ συχνά για να ζεσταθώ.Στιγμές μικρές συχνά για τους άλλους ασήμαντες.Για μένα τόσο σημαντικές.
Ένα βλέμμα ζεστό.Ένα χαμόγελο.Μια λέξη .Μια φράση.Μια ζεστή αγκαλιά.
Ανάβω στιγμές.
Στιγμές μικρές σαν τη μικρή ζωή της φλόγας ενός σπίρτου.Στιγμές μικρές κι όμως τόσο δυνατές.Τόσο ζωντανές.Τόσο ικανές να με ζεστάνουν.
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα......
Παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Απόψε μες στο χιόνι
σπίρτα στο δρόμο εσύ πουλάς,
και είσαι τόσο μόνη.
Χρόνια πολλά, χρόνια καλά,
χρόνια ευτυχισμένα,
κι αν περισσεύει μια δραχμή,
σκεφτείτε με και μένα.
Μα ποιος να σταθεί να κοιτάξει, τα σπίρτα σου ποιος να σκεφτεί;
Νυχτώνει σε λίγο, νυχτώνει, διαβάτες περνούν βιαστικοί.
Ένα σπιρτάκι άναψε
μέσα στ άσπρα δάχτυλα της,
πορτοκαλένιο άστραψε
το χιόνι ολόγυρα της.
Και ξάφνου, μπρος στα πόδια της,
μια σόμπα ασημένια
είδε να καίει μια φωτιά
ζεστή μαλαματένια,
και το ποτάμι το βαθύ
που ήταν παγωμένο,
έλαμψε σαν παράθυρο
τη νύχτα φωτισμένο.
Και μες στο βυθό εκεί κάτω, νεράιδες αρχίσαν χορό.
Μα σβήνει το σπίρτο και πέφτει σιωπή και σκοτάδι λευκό.
Ανάβει ολόκληρο κουτί,
κι ακούστηκε κιθάρα,
κι έσταζε φως του γεφυριού
η πέτρινη καμάρα.
Και ήρθε μέσα από το φως,
όπως στα όνειρα της,
η μάνα της με τα φιλιά
και τη ζεστή αγκαλιά της.
Μανούλα κι εσύ, μη μ αφήσεις μονάχη τη νύχτα αυτή.
Φοβάμαι κρυώνω εδώ πέρα. Αχ, πάρε με τώρα μαζί.
Παραμονή Πρωτοχρονιά.
Τώρα ποιος τη θυμάται;
Αχ, δε τη σκέφτηκε κανείς,
μοιάζει σα να κοιμάται.
Απόψε μες στο χιόνι
σπίρτα στο δρόμο εσύ πουλάς,
και είσαι τόσο μόνη.
Χρόνια πολλά, χρόνια καλά,
χρόνια ευτυχισμένα,
κι αν περισσεύει μια δραχμή,
σκεφτείτε με και μένα.
Μα ποιος να σταθεί να κοιτάξει, τα σπίρτα σου ποιος να σκεφτεί;
Νυχτώνει σε λίγο, νυχτώνει, διαβάτες περνούν βιαστικοί.
Ένα σπιρτάκι άναψε
μέσα στ άσπρα δάχτυλα της,
πορτοκαλένιο άστραψε
το χιόνι ολόγυρα της.
Και ξάφνου, μπρος στα πόδια της,
μια σόμπα ασημένια
είδε να καίει μια φωτιά
ζεστή μαλαματένια,
και το ποτάμι το βαθύ
που ήταν παγωμένο,
έλαμψε σαν παράθυρο
τη νύχτα φωτισμένο.
Και μες στο βυθό εκεί κάτω, νεράιδες αρχίσαν χορό.
Μα σβήνει το σπίρτο και πέφτει σιωπή και σκοτάδι λευκό.
Ανάβει ολόκληρο κουτί,
κι ακούστηκε κιθάρα,
κι έσταζε φως του γεφυριού
η πέτρινη καμάρα.
Και ήρθε μέσα από το φως,
όπως στα όνειρα της,
η μάνα της με τα φιλιά
και τη ζεστή αγκαλιά της.
Μανούλα κι εσύ, μη μ αφήσεις μονάχη τη νύχτα αυτή.
Φοβάμαι κρυώνω εδώ πέρα. Αχ, πάρε με τώρα μαζί.
Παραμονή Πρωτοχρονιά.
Τώρα ποιος τη θυμάται;
Αχ, δε τη σκέφτηκε κανείς,
μοιάζει σα να κοιμάται.