Εκείνα τα Χριστούγεννα
ξεκίνησαν όπως όλα τα Χριστούγεννα των επτά της χρόνων. Το έλατο κατέβηκε από
το πατάρι. Η κούτα με τα στολίδια βγήκε από την δρύινη ντουλάπα του δωματίου
της. Δηλαδή του πρώην δωματίου της. Μιας και το είχε καταλάβει όλο εδώ και
μήνες η γιαγιά Μυρσίνη. Η μικρή Μυρσίνη είχε εξοριστεί με το έτσι θέλω στο
καναπεδάκι του σαλονιού που άνοιγε εύκολα και έφτιαχνε κρεβάτι, μαγικά. Μαγικά
έπεφταν και τα πόδια του κάθε βράδυ σαν να λύγιζαν από ένα απρόσμενο βάρος. Το
βάρος των ποδιών της μικρής Μυρσίνης, άραγε, ή το βάρος που είχε φωλιάσει στην
καρδιά της από τη στιγμή που άκουσε την πρώτη την κραυγή;
Μια άλλη γιαγιά. Αλλιώτικη.
Ολίγον τρομακτική. Ολίγον παράξενη. Θα ήταν φαίνεται που είχε ξεχάσει τα
ονόματα όλων μες στο σπίτι. Όταν ξεχνάει ο άνθρωπος τα ονόματα είναι σαν να ’ναι
άλλος. Ξένος. Ξένη της φαινότανε της Μυρσίνης η γιαγιά, η συνονόματη. Εδώ και
μήνες.
Η κούτα με το δέντρο ακούμπησε
απαλά στο πάτωμα του σαλονιού δίπλα στον καναπέ-κρεβάτι. Η κούτα με τα στολίδια
παραδίπλα. Η μητέρα της Μυρσίνης μπροστά στην τηλεόραση με το πλεκτό της
γιαγιάς να της κλείνει το ένα μάτι-κουμπί. Θα είχε γλιστρήσει φαίνεται την ώρα
που ο Ζαφείρης, ο γάτος της Μυρσίνης κρύφτηκε με μια ακρίδα-τρόπαιο πίσω από
την τηλεόραση. Όλοι κρυβόταν στο σπίτι ετούτο…
Ο πατέρας της Μυρσίνης βαθιά στην
πολυθρόνα με την παντόφλα να τραμπαλίζεται στην άκρη των δακτύλων του δεξιού
ποδιού που αναπαυόταν στ’ αριστερό για ώρα μπροστά από την μεγάλη εφημερίδα που
έκρυβε ολόκληρο τον επάνω κορμό του. Η Μυρσίνη σαν ήταν λίγο πιο μικρή εκείνη
την παντόφλα είχε για εικόνα του πατέρα της στο σπίτι. Σπάνια τον έβλεπε από τη
μέση κι επάνω. Κι όταν τον έβλεπε έτρεχε να κρυφτεί κάτω από το βαρύ δρύινο
τραπέζι με το κεντητό τραπεζομάντιλο της γιαγιάς.
Γι’ αυτό και σαν σηκώθηκε ο
πατέρας της εκείνα τα Χριστούγεννα εκεί κρύφτηκε και πάλι. Μαζί με τα δυο μικρά
δίδυμα αδερφάκια της που ίσα μπουσουλούσαν. Από εκεί είδαν κι άκουσαν όλη την
σκηνή. Σαν να είχε ανοίξει το πλεκτό το μάτι- κουμπί της τηλεόρασης και έβλεπαν
ταινία. Μονάχα που δεν ήταν η ταινία του Ταρζάν. Μήτε η κραυγή του που άκουγαν
κάθε Κυριακή από το χαζοκούτι, όπως το έλεγε η παλιά γιαγιά Μυρσίνη τότε που
θυμόταν τα ονόματα.
Η κραυγή ετούτη ήταν άλλη.
Κραυγή πόνου. Κραυγή φόβου. Κραυγή φυλακισμένου. Κραυγή απόγνωσης. Κραυγή
ελευθερίας. Ύστερα τίποτα. Σιωπή. Κι ένα ποτάμι αίμα…
©
Δέσποινα Αυγουστινάκη