Μια
φορά κι έναν καιρό, κάπου μακριά στη μαγική του παραμυθιού την αλήθεια, ζούσε
μια έξυπνη, μικρή πριγκίπισσα που με το που άνοιξε τα μάτια της στον κόσμο κατάλαβε
πως ζούσε μέσα σ’ όνειρο.
Όχι
όμως από τα όνειρα αυτά που λεν πως όνειρο είν’ υπέρτατης ευτυχίας που
αξιώθηκες να ζεις μιας κι είσαι πριγκίπισσα παραμυθιού. Το κάθε άλλο… Ζούσε σε
όνειρο από τα άλλα, εκείνα τα αληθινά που ενίοτε σου γίνονται εφιάλτες.
Με
το που άνοιξε τα μάτια της λοιπόν και μπήκε στ’ όνειρο ετούτης της ζωής ήρθαν
μαζί της και τα πρώτα σύννεφα. Στην αρχή ήταν λίγα και λευκά σχεδόν
πουπουλένια. Ίσα που ένιωσε τη μικρή τους ψιχάλα που πήγε και στρογγυλοκάθισε
στην άκρη απ’ τα βλέφαρα σαν μιας δροσούλας στάλα.
Κι
ήταν αμέτρητες εκείνες οι φορές που γέμιζαν οι λίμνες των μικρών ματιών της μικρής
μας πριγκίπισσας. Βλέπετε η πριγκίπισσα που ζούσε μέσα στ’ όνειρο από τη στιγμή
που άνοιξε τα μάτια της στον κόσμο ήταν πριγκίπισσα μιας στιγμής μονάχα. Της στιγμής
λίγο πριν το άνοιγμα των ματιών της.
Γιατί
αμέσως μετά την είπαν βάρος και ντροπή και «Ποιος θα διαιωνίσει το είδος;».
Όχι, όχι!! Δεν μιλάμε για χρόνους μακρινούς. Στο εδώ και τώρα γίναν όλα. Όλα
στο εδώ και τώρα άλλωστε δεν συμβαίνουν;
Ό,τι
κι αν έκανε από τότε η μικρή μας μόνο κατ’ όνομα πριγκίπισσα δεν ήταν αρκετό να
καθαρίσει το στίγμα. Ήταν ψεγάδι η ίδια της η ύπαρξη κι αυτή δίχως να καταλάβει
έσκυψε το κεφάλι για χρόνους πολλούς. Ντύθηκε από πάνω ως κάτω αφήνοντας μοναχά
τα μάτια έξω για να βλέπει και κρύφτηκε εκεί πίσω μήπως και γλιτώσει. Αμ, δε! Πώς
να σε γλιτώσει τόσο εύκολα ένα ύφασμα, μου λέτε;
Είδε
κι απόειδε πως τίποτε δεν θ’ άλλαζε και σκέφτηκε ίσως να φταίει που είχε κάτω
το κεφάλι. Ίσως πάλι να έφταιγε και το ύφασμα που ήταν ντυμένη ολόκληρη εκτός
από τα μάτια. Και είπε: «Τέλος!» Πέταξε τα υφάσματα, σήκωσε το κεφάλι κι έβγαλε
φωνή. Φωνή μεγάλη. Από τότε, θαρρώ, δεν έχει σταματήσει να φωνάζει.
Μικρή
η πριγκίπισσα, μεγάλη η φωνή της. Είναι που ήταν χρόνους και χρόνους μέσα της κλεισμένη.
Κι έγινε η φωνή κραυγή κι ακούστηκε σε ολόκληρη την πλάση. Μα έχουν ένα
παράξενο αντίκτυπο οι κραυγές. Φοβίζουν πάντα. Ο κόσμος εφοβήθηκε κι έσκυψε αυτός
κεφάλι.
Σαν
να μη γίνεται θαρρείς να περπατούνε όλοι με το κεφάλι τους ψηλά και θέλουν
πάντα κάποιον να περπατάει πλάι τους σκυφτός. Τι κρίμα!
Τώρα
θα με ρωτήσετε τι κάνει η πριγκίπισσα κι αν περπατά με το κεφάλι της ψηλά ή
είναι σκυφτή και πάλι. Δεν ξέρω αυτό να σας το πω. Ένα μονάχα ξέρω.
Πως
έκαναν παιχνίδι όλοι τους, σε τούτο το όνειρο που ζουν, μια να έχει το κεφάλι ο
ένας ψηλά και μια ο άλλος.
Κι
έτσι θα ζουν φαντάζομαι μέχρι που να ξυπνήσουν!
© Δέσποινα Αυγουστινάκη