Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Η αρχόντισσα κυρά

 


Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο στα βάθη του έσω εαυτού σε έναν χρόνο πέρα απ’ τους χρόνους ζούσε μια όμορφη κυρά αρχόντισσα με ένα μαγικό ραβδί που όμοιό του δεν υπήρχε πουθενά αλλού σ’ όλον τον κόσμο.

Ήταν ένα ραβδί που λειτουργούσε δίχως καμία κίνηση. Αρκούσε η γνώση πως υπάρχει κι όλα γινόταν μαγικά. Κι η αρχόντισσα κυρά έτσι όμορφα κι απλά γέμιζε τον κόσμο με Αγάπη από αυτήν που τίποτα δεν προσδοκά και τίποτε ποτέ δεν περιμένει.

Όπως όμως συμβαίνει σε όλα τα παραμύθια που σέβονται τον εαυτό τους ήρθανε δύσκολοι καιροί και χρόνοι δίσεκτοι πολύ κι η αρχόντισσα έχασε το ραβδί το μαγικό. Μέσα στον τόσο πανικό ξέχασε, καθώς λένε τα βιβλία ιστορίας της εποχής, ακόμη και την ύπαρξή του. Και μιας και ξεχάστηκε η ύπαρξή του σταμάτησε κι η μαγική του λειτουργία.

Η αρχόντισσα κυρά έγινε μια αρχόντισσα απλή δίχως καμιά μαγεία. Κι η αγάπη χάθηκε. Ψέματα. Δε χάθηκε. Απλώς έχασε τη δύναμη της. Την ουσία της. Άρχισε να συντάσσεται με το «γιατί» και με το «αν» και δίχως να το καταλάβει ξεκίνησε να προσδοκά και όλα όσα ήθελε πάντα να περιμένει.

Η αρχόντισσα κυρά μπερδεύτηκε κι αυτή στην τόση φασαρία, έχασε το ρυθμό εκεί στον έσω εαυτό και καθώς έσβησε η φωτιά έζησε παγωμένη να ζει τον πόνο με πόνο μεγάλο. Στον έσω κόσμο έσβησε η φωτιά. Στον έξω κόσμο ανάψανε μεγάλες. Φωτιές πολέμου, αδικίας, ζήλιας, μισαλλοδοξίας, διχόνοιας και ολέθρου.

Το παλάτι παγωμένο κι αυτό άλλαζε βασιλιάδες και βασίλισσες δίχως σταματημό μα και δίχως ελπίδα. Ιππότες πέρασαν πολλοί μήπως και βρουν το γιατρικό για να ζεστάνουν την αρχόντισσα που εκεί σε πείσμα των καιρών ζούσε ακόμη. Όμως η αρχόντισσα παρέμενε εκεί μια πεθαμένη ζωντανή να λαχταρά να ζεσταθεί με κάτι απίθανα «γιατί» και κάτι «αν» άνευ αιτίας.

Λένε πως πέρασαν χρόνοι εκατό κι ίσως ακόμα χίλιοι που Ιππότης έκανε βουτιά στα παγωμένα τα νερά για να ζεστάνει την κυρά. Εκεί στα μέσα της βουτιάς είδε στο στήθος της Κυράς να τρεμοπαίζει αχνό φως σαν από αχτίδα που ’πεφτε πάνω σ’ ασήμι. Μια ανάσα ακόμα πιο βαθιά και η αχτίδα φώτισε ραβδί μικρό.

Τότε είπαν πως άρχισε η Κυρά να αλλάζει χρώμα. Από το μπλε της παγωνιάς στο κόκκινο εκείνο της φωτιάς που σε ζεσταίνει. Βρήκε η αρχόντισσα κυρά ραβδί κι ανάσα και ζωή. Κι η Αγάπη άφησε «γιατί», άφησε «αν» και επέστρεψε στην αρχική ουσία. Ήταν πάλι η Αγάπη που τίποτα δεν προσδοκά και τίποτα ποτέ δεν περιμένει. Ήταν η Αγάπη της Φωτιάς.

Της φωτιάς που καθαίρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου