"Μάρτης μα όχι
από αυτούς τους δύσκολους. Ένας γλυκός Μάρτης σχεδόν μαγιάτικος. Τι ειρωνεία!
Έφτασε στο
αυτοκίνητο , που είχε αφήσει στο χώρο στάθμευσης του νοσοκομείου για πάνω από τρεις ώρες,
δίχως καλά καλά να το καταλάβει. Ήταν σαν να περπατούσε άλλος για αυτήν. Σα να
μπήκε μέσα της και τη μετέφερε βήμα βήμα. Το αισθανόταν συχνά ετούτο από τότε
που ήταν μικρή , τότε που έκλεινε τα αυτιά στο γύρω κόσμο κι έμπαινε στο δικό
της εκείνο στον οποίο ζούσε μόνο αυτή. Αισθανόταν τότε πως κάποιος άλλος
κινούσε τα χέρια και τα πόδια της, κάποιος άλλος περπατούσε γι’ αυτή, την τάιζε
και της έδινε νερό , κάποιος άλλος την έντυνε και την έγδυνε. Και τότε είχε το
χρόνο δικό της. Κατάδικός της ο χρόνος κι ο χώρος κι ο κόσμος όλος γύρω της . Όχι
ο κόσμος που νομίζετε!! Όχι, όχι!! Ο κόσμος των δικών της ματιών, των δικών της
αυτιών, των δικών της δακτύλων. Ο κόσμος της καρδιάς της. Ο κόσμος της. Εκεί
όπου οι αισθήσεις έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο, εκεί όπου η μικρή μας Ερατεινή έμενε
ώσπου να συνηθίσει τον έξω κόσμο που
έμοιαζε να την πληγώνει συνεχώς.
................
Βρήκε το κλειδί του αυτοκινήτου στα βάθη της τσάντας
της μετά από 20 λεπτά εξερεύνησης. Μάλλον αυτός που έμοιαζε να κινεί τα χέρια
της θα ήταν άντρας για να χαθεί για τόση ώρα στα βάθη μια γυναικείας τσάντας.
Έτσι σκέφτηκε και γέλασε ασυναίσθητα. Είχε μια περίεργη ικανότητα να κάνει το
πιο ιδιαίτερο χιούμορ τις πιο περίεργες ώρες.
Άκουσε το μπιπ του
κλειδιού και είδε τον εαυτό της να μπαίνει στο αυτοκίνητο και να ρίχνει το σώμα
της στη θέση του οδηγού. Έβαλε αργά το κλειδί στη μίζα. Αυτόματες κινήσεις μα
τις σταμάτησε. Δεν ήθελε να ξεκινήσει ακόμα. Ήταν ακόμα παγωμένη . Ήθελε
χρόνο να αποφασίσει κατά που θα έστριβε.
Τη θάλασσα ή το σπίτι; Μετά θα έβαζε τον αυτόματο πιλότο και θα πήγαινε. Έβαζε
συχνά αυτόματο πιλότο για το σπίτι ή τη θάλασσα. Αγαπημένα μέρη και τα δύο.
Εκεί είχε την επιλογή της μοναξιάς της.
Το αποφάσισε δίχως
να το ομολογήσει δυνατά. Έβαλε τον αυτόματο πιλότο και κάθισε χαλαρά στο
κάθισμα του οδηγού σαν σε συνοδηγού.
.........
Της έβαλε ζώνη και
ξεκίνησε για το καταφύγιο της. Ένα καταφύγιο ολάνοιχτο στον ουρανό. Ένα
καταφύγιο γεμάτο φως κι αρμύρα. Δίπλα στην πόλη μα συνάμα τόσο μακριά απ’ όλους
ιδιαίτερα ετούτη την εποχή . Ευτυχώς δεν είχε αρχίσει ακόμα η τουριστική
περίοδος. Έφτασε σε χρόνο ντε τε. Ένα τσιγάρο δρόμος τη χώριζε, όπως συνήθιζε
να λέει, από την Ευτυχία με Έψιλον κεφαλαίο.
Πάρκαρε το
αυτοκίνητο κάτω από ένα αρμυρίκι. Έτσι για να έχει όπως πάντα μια ψευδαίσθηση
σκιάς και δαύτο. Σάμπως όλοι μια ψευδαίσθηση σκιάς δεν κουβαλάμε όλη μέρα; Α,
εδώ θα μπορούσε να αποσυρθεί άνετα και δίχως παρεμβολές από παράσιτα λέξεων
ανθρώπων δήθεν . Άνοιξε το μικρό πορτμπαγκάζ και έβγαλε το αγαπημένο της
καβαλέτο. Το είχε πάντα εκεί . Έτοιμο. Δια παν ενδεχόμενο όπως συνήθιζε να
λέει. Εμ, τώρα ήταν το ενδεχόμενο το παν.
Ο βράχος πλάι στη
θάλασσα την περίμενε. Όπως πάντα. Έστησε το καβαλέτο κοντά στο βράχο και κάθισε
στο μικρό βραχάκι παραδίπλα του. Έπρεπε να μείνει λίγο εκεί όπως πάντα για να
αποφασίσει από ποια γωνία θα ήθελε απόψε να ζωγραφίσει τον κόσμο της. Κι
αποφάσισε . Θα είχε το βράχο πλάι της σήμερα. Ήθελε ένα βράχο πλάι της. Λες να
ήταν γι αυτό που ο βράχος έγινε τόσο εύκολα αγαπημένος ;
- Ωωωω πάλι ξεκίνησε τις ψυχαναλυτικές της
αηδίες ; Πρέπει να τη μαζέψω , σκέφτηκε η μικρούλα Ερατεινή που ζούσε μέσα της
χρόνια και χρόνια . Αν δεν τη μαζέψω θα ξεφύγει εντελώς και δεν είμαι για
επικίνδυνες αποστολές τελευταία. Σαν παιδί κι εγώ οφείλω στον εαυτό μου να
παίξω. Να παίξω λίγο λίγο με τα σύννεφα
που μαζεύτηκαν στον ουρανό πάνω απ το καβαλέτο μου. Να τα κυνηγήσω λιγάκι με τα
μάτια μου . Να πετάξω λίγο μαζί τους . Να γίνω ένα με τα σχήματα που
ζωγραφίζουν στο γαλανό του ουρανού το καβαλέτο. Κι ύστερα να κλέψω όλη την
πνευματική ιδιοκτησία της φύσης και να τη βάλω μέσα μου. Να τη ζεστάνω στην
καρδιά κι ύστερα να τη στείλω απ’ τα ακροδάκτυλά μου στο πινέλο και στο λευκό
πανί.
Έτσι είπε η μικρή
Ερατεινή που ζούσε χρόνια μέσα στη μεγάλη και ξάπλωσε στην άμμο την ξανθή και γίνηκε ένα. Ένα με το ξανθό ,κι ας ήτανε
μελαχρινή , της άμμου, κι ένα με το γαλάζιο του ουρανού κι ας φόραγε ένα
κατακόκκινο φουστάνι. Έμεινε για ώρα έτσι ρουφώντας την κάθε μικρή μικρή στιγμή
της ζωής στα σύννεφα κάθε μικρής μικρής επαφής του δέρματός της με την άμμο,
του κάθε ήχου ακόμα κι ανεπαίσθητου. Ήταν οι αισθήσεις τόσο ζωντανές που νόμιζε
για ώρα πως ήταν σύννεφο κι αυτή ή ένας μικρός μικρούτσικος κόκκος άμμου
ξανθής.
Κι εκεί που είχε
γίνει ένα κι άρχισε σιγά σιγά να κλέβει τα πνευματικά δικαιώματα της φύσης γύρω
της ακούστηκε ένα τραγούδι αέρινο . Σα
διάφανο ερχόντανε στα αυτιά της. Φωνή ένα με τον αέρα. Έφερνε λέξεις και
νότες τ’ αεράκι κι αυτή παρακαλούσε να φέρει ακόμα πιο πολλές να καταλάβει. Να
νοιώσει τη φωνή. Να γίνει ένα και μ’ αυτήν. Η φωνή ολοένα και δυνάμωνε. Οι
λέξεις γίνονταν ολοένα και πιο καθαρές . Κι οι νότες πιο δυνατές μα απαλές
συνάμα χάιδευαν το λοβό κι ύστερα γλιστρώντας στο εσωτερικό του αυτιού την
παρέσερναν στο δικό τους ρυθμό.
.........."
©Δέσποινα
Αυγουστινάκη