Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017
Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017
Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017
Τα Χριστούγεννα της Ελπίδας
Μια φορά κι έναν καιρό κάπου στο κοντινό παρελθόν σε ένα μακρινό βασίλειο – αν και ο χρόνος κι ο χώρος πάντα με μπερδεύανε , ομολογώ το - (ίσως να ήταν μακρινό το παρελθόν και το βασίλειο κοντινό, δεν ξέρω αλήθεια) ζούσε ένα κοριτσάκι τοσοδούλικο, μικρό σ’ απέραντη ευτυχία .
Μη φανταστείτε πως ήταν η πριγκίπισσα. Το κάθε άλλο. Ένα συνηθισμένο κοριτσάκι τοσοδούλικο, μικρό μονάχα ήταν. Και το βασίλειο, βασίλειο έτσι απλά γιατί σας λέω σήμερα την ιστορία του σαν παραμύθι. Κάθε αξιοπρεπές παραμύθι έχει κι ένα βασίλειο, το νιώθετε, νομίζω.
Ας συνεχίσουμε, λοιπόν. Το μικρό τοσοδούλικο κοριτσάκι ζούσε την απόλυτη οικογενειακή ευτυχία. Εκείνη, βέβαια, που όριζαν οι γύρω ως ευτυχία από την ανάσα του την πρώτη.
Παραμονή Χριστουγέννων. Η φάτνη στην πλατεία είχε ήδη στηθεί. Κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο το κάστρο. Λαμπιόνια ολόγυρα πολλά. Παιδιά ντυμένα με τα ρούχα τα καλά. Το ακριβό παλτό , τα μάλλινα γαντάκια , τα σκουφιά, τα χρώματα τους τα τρελά , τα γέλια εκεί στη φάτνη την ώρα που στηνόταν για το κλικ του φωτογράφου.
Το μικρό μας κοριτσάκι ήτανε έτοιμο κι αυτό. Το έπιασαν οι γονείς απ’ το χεράκι κι έφτασαν στην πλατεία μέσα σε γέλια και τραγούδια γιορτινά. Πλησίασαν στη φάτνη . Είχε ουρά. Ένας μικρός γύρω στα τέσσερα, σαν κάθε μικρός της εποχής που σεβόταν τον εαυτό του άρχισε να ζητά και να ζητά και να ζητά και να ζητά και να ζητά κι αμέτρητα άλλα ζητά που εδώ δεν έχει χώρο να τα γράψω. Ε , τι να κάνει κι ο μπαμπάς του ; Άρχισε να δίνει και να δίνει και να δίνει και να δίνει και να δίνει μα είναι ο χώρος του παραμυθιού μικρός για να χωρέσουν όλα.
Το μικρό κοριτσάκι κοιτούσε κι άκουγε, άκουγε και κοιτούσε, κοιτούσε κι άκουγε για ώρα. Κι ύστερα ένιωθε. Μα αυτό που ένιωθε ήταν σαν να ’φαγε φαγητό που διόλου δεν της άρεσε, θαρρώ. Γι’ αυτό στο 345ο «ζητώ» και στο 344ο «δίνω» έστρεψε βλέμμα και αυτιά αλλού για να γλιτώσει την ανακατωσούρα στο στομάχι.
Κι είδε. Είδε. Ή της φάνηκε πως είδε ένα χεράκι να κουνιέται μέσα στη φάτνη. Εκεί δίπλα στα βόδια και το γυμνό Χριστούλη- κούκλα. Ένα χεράκι που έβγαινε απ’ τα άχυρα σαν να ’βγαινε απ’ το νερό της θάλασσας όπου πνιγόταν. Έτσι το είδε η μικρή μας. Είχε μια άλλη ματιά του κόσμου, έχω ξεχάσει να σας πω το κοριτσάκι μας αυτό. Μια άλλη ματιά που όλοι προσπαθούσαν να αλλάξουν.
Θυμάμαι ήτανε στα δυο που είχε φτιάξει ένα σχολειό ολοκόκκινο. Όταν το είδανε όλοι εξαφνιάστηκαν κι είπανε ολοκόκκινα σχολειά πως δεν υπάρχουν. Μα εκείνη τους εκοίταξε με τα ματάκια τα μελιά κι έκπληκτη που δεν το ήξεραν τους είπε : « Μα αλήθεια δεν το ξέρετε ; Είναι η μέρα του κόκκινου στο σχολείο σήμερα κι όλα βαφτήκαν κόκκινα να τη γιορτάσουν.»
Αυτό το κοριτσάκι μας, λοιπόν, τραβούσε ώρα το μανίκι του πατέρα για να τον κάνει να ακούσει και να δει εκείνο το λιπόσαρκο χεράκι του παιδιού μέσα στη φάτνη. Εκείνο το χεράκι του παιδιού που έμοιαζε να πνίγεται.
Μα αυτός μήτε άκουγε μήτε έβλεπε μα μήτε ενδιαφερόταν. Σκεφτόταν μοναχά πότε θα τέλειωνε ή ουρά να βγάλει τη φωτογραφία. Η φετινή κορνίζα τον περίμενε όλο το πρωί επάνω στο τραπέζι. Χριστούγεννα ’18 είχε ήδη γράψει από κάτω. Μια σειρά από Χριστούγεννα σε συνέχειες. Αυτό ήταν η ευτυχία του.
Μα κι η μητέρα της μικρής τίποτα μοιάζει να μην άκουγε κι αυτή. Φανταζόταν πως ήταν ήδη με τις φίλες της και τους έδειχνε το τσαντάκι της Prada με τα κουνελάκια που έγινε επιτέλους δικό της. Αυτή ήταν η δική της ευτυχία. Μια ευτυχία 1.700 ευρώ.
Είδε κι απόειδε η μικρή ξέχασε και μητέρα και πατέρα. Σταμάτησε και κοίταζε το χεράκι που ολοένα και βυθιζόταν στα άχυρα της φάτνης. Κοίταζε έντονα εκεί για ώρα. Δεν ξέρω αλήθεια πως μα σιγά σιγά όλοι από γύρω της έμοιαζαν να σβήνουν. Έσβησε πρώτα ο πατέρας . Ύστερα η μητέρα κι ένας ένας όλοι οι γύρω. Έμεινε μοναχά η φάτνη και το χεράκι που πάλευε τόση ώρα να κρατηθεί από κάπου.
Άγαλμα η μικρή μας για ώρα . Ώσπου ένιωσε να παγώνουν σιγά σιγά τα ποδαράκια της. Κοίταξε κάτω. Τι να δει. Μια θάλασσα ολόγυρα που μέχρι να κοιτάξει ανέβηκε ως τη μέση της. Δίχως να καταλάβει άρχισε να κολυμπά κι έφτασε γρήγορα τη φάτνη. Έπιασε το χεράκι που ακόμα βυθιζότανε. Μα αλήθεια μη με ρωτήσετε τι έγινε μετά. Δεν ήμουνα εκεί. Κι άλλος κανένας δεν τους είδε.
Παραμονή Χριστουγέννων του 18 κι η Ελπίδα ζει , ελπίζω.
©Δέσποινα Αυγουστινάκη
Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017
Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017
Μα πώς;
Μα πώς να ξημερώσουνε,
μου λες;
Κείνες οι λέξεις
που απορούν πού χάθηκε
σε ποια ξένη στεριά
σε ποιο νησάκι έρημο
σε ποια αμμουδιά
σε πέλαγο ίσως μακρινό
ή σε ποια ξέρα
η λέξη εκείνη
η μεγάλη,
η τρανή.
Η λέξη εκείνη
που εγίνηκε μικρή
σε χείλη αταίριαστα
που της ρουφήξαν
την ουσία.
Μα πώς να ξημερώσουνε,
μου λες;
Δίχως της ’μείναν ορφανές.
Άνευ ουσίας.
© Δέσποινα Αυγουστινάκη
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)