Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

Γράμμα στον πατέρα




-Μπαμπά, θα μας πεις ένα παραμύθι; σου λέγαμε κι εσύ μας καλούσες και τις τρεις στο κρεβάτι σου που τότε φάνταζε τεράστιο στα μάτια μας και πανύψηλο στα μικρά μας ποδαράκια. 
Σκαρφαλώναμε με μεγάλη ανυπομονησία και ξαπλώναμε πλάι σου. Ανοίγαμε τ’ αυτάκια μας και κλείναμε τα μάτια.
Εγώ δηλαδή τα έκλεινα. Το Δεσποινάκι. Πάντα τα έκλεινα σαν άκουγα τα παραμύθια σου. Ή μάλλον το παραμύθι που μας έλεγες με τον Κωστάκη και την Ελενίτσα κάθε φορά με μια μικρή παραλλαγή. 
Κωστάκη σίγουρα δεν είχαμε σπίτι όμως εγώ είχα αναλάβει το ρόλο στο παιδικό μυαλουδακι μου. Ήμουν ο Κωστάκης που κάθε φορά έσωζε την αδερφή του τη μικρή απ’ την κακία της μάγισσας. 
Ακόμα θυμάμαι τη χρονιά που ήρθες απ’ τη μετεκπαίδευση με μουστάκι!! Τα τρία μου χρόνια δεν μπορούσαν να δεχτούν έναν πατέρα με μουστάκι. Άλλος μου φάνταζες. Θυμάμαι που σου έλεγα να το κόψεις. Άραγε τότε ήταν που μου έφερες το κόκκινο αυτοκινητάκι με τα πετάλια στο χωριό; Μάλλον σαν το 'δα ήταν μεγάλη η χαρά κι άφησα ήσυχο κι εσέ και το μουστάκι.
Στα 6 πρέπει να ήμουνα θαρρώ σαν μπήκαμε άρον άρον στο πορτοκαλί φιατάκι για να μας οδηγήσεις στο χωριό της Αφροδίτης σου για να είμαστε όπως έλεγες ασφαλείς. Κι εσύ; Γιατί δεν έμενες κι εσύ να είσαι ασφαλής μαζί μας; Πού πήγαινες; Τι ήταν τελικά αυτός ο πόλεμος; Κι οι Τούρκοι; Κι ο Μακάριος; Κι η Κύπρος; Το πραξικόπημα; Η εισβολή; Όλα μπερδεύτηκαν στα μέσα των 6 μου χρόνων και με πάγωσαν. Παγωμένη καλοκαίρι καιρό έφτασα στο χωριό. Έκλαιγα από μέσα μου σαν έφυγες. Κάποια λέξη απ’ τις καινούριες που είχα μάθει μου καρφώθηκε στα μέσα και πονούσα.
Γύρισες όμως γρήγορα. Κι ήταν η χαρά μεγάλη. Τόση που δεν είδα καν τα περίεργα ρούχα σου. Μονάχα τη φωνή σου άκουσα σαν άγγιξα εκείνο το περίεργο παιχνίδι που άφησες στα σκαλιά για να αγκαλιάσεις τη μαμά. Για πότε το άρπαξες μήτε που το κατάλαβα. Μάλλον δεν ήτανε παιχνίδι. Ύστερα θυμάμαι μια αγκαλιά σφιχτή κι ας παλεύω ακόμα να σου μάθω να αγκαλιάζεις. Πάντα είχες πρόβλημα με τις αγκαλιές. Ακόμα και στο γάμο μου τότε που  επλημμύρισαν οι λίμνες των ματιών σου μ‘ αγκάλιασες πολύ απαλά. Σαν να 'μουν κάτι εύθραυστο και εσύ φοβόσουν μην το σπάσεις.
Πατέρα ένα θα σου πω:
-Ευχαριστώ για αυτό που ήσουν. Για τα τραγούδια με το ακορντεόν, για τους χορούς με τη μητέρα στο σαλόνι. Για τα βιβλία σε εκείνη τη μαύρη Βιβλιοθήκη στο δωμάτιο που έγιναν το πρώτο μου εισιτήριο στον κόσμο. Για την αγάπη στη ματιά σου που μας σκέπαζε, για κείνα τα μάτια λίμνες που μου μιλούσαν για τα μέσα σου με λέξεις που δεν έχω γράψει ακόμα. 
Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που έγινα.
Ένα κομμάτι του είσαι εσύ. Και ξέρεις έτσι ζούμε στη ζωή όλοι αιώνια!! 

Πατέρα σ’ αγαπώ!!
Σε νιώθω και σε νοιάζομαι.
Παγκόσμιες μέρες και μη. 
Η αγάπη δε γνωρίζει τέτοια.
Σε φιλώ.


Η κόρη σου
Δέσποινα
 


©Δέσποινα Αυγουστινάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου